γελοιογραφικός

γελοιογραφικός
η , ό[ν] 1. карикатурный, шаржевый;
2. (η ) искусство карикатуры, шаржа

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "γελοιογραφικός" в других словарях:

  • γελοιογραφικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη γελοιογραφία 2. «γελοιογραφικό περιοδικό» αυτό που περιέχει γελοιογραφίες 3. το θηλ. ως ουσ. η γελοιογραφική η τέχνη τού γελοιογράφου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γελοιογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και… …   Dictionary of Greek

  • γελοιογραφικός — ή, ό επίρρ. ά ο σχετικός με τη γελοιογραφία: Ο αδερφός μου συμμετείχε σε μια γελοιογραφική έκθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»